- επιδερμικός
- Εκείνος που ανήκει ή αναφέρεται στην επιδερμίδα. Μεταφορικά, ο επιπόλαιος, ο επιφανειακός.
(Γεωλ.) Ε. πτυχώσεις ονομάζεται το φαινόμενο της αποκόλλησης των πετρωμάτων που συντελείται όταν όγκοι από σκληρά και βαριά πετρώματα, τα οποία βρίσκονται πάνω από μαλακά, δημιουργούν διάφορες κινήσεις. Οι κινήσεις αυτές ονομάζονται αποκολλήσεις.
* * *-ή, -ό [επιδερμίδα]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιδερμίδα («επιδερμικός ιστός»)2. επιφανειακός, επιπόλαιος («επιδερμική εξέταση τού θέματος»)3. (για ερωτική σχέση) σαρκικός, χωρίς συναίσθημα («επιδερμικοί έρωτες»).
Dictionary of Greek. 2013.